- ὑφάλους
- ὕφαλοςunder the seamasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οκτωκοράλλια — Κοράλλια της ομοταξίας των ανθόζωων. Ονομάζονται έτσι γιατί συγκροτούν αποικίες τις οποίες αποτελούν πολύποδες με οχτώ κεραίες, προσκολλημένες σε ασβεστολιθικό ή κεράτινο σκελετό. Ο δενδροειδής σκελετός ενός o., του κοραλλιού του ερυθρού,… … Dictionary of Greek
λυθρίνι — Κοινή ονομασία τελεόστεων ψαριών του γένους Pagellus, της οικογένειας των σπαριδών. Έχουν επίμηκες, πεπιεσμένο σώμα, μήκους 25 έως 45 εκ., καθώς και μεγάλο κεφάλι με μικρό στόμα που διαθέτει δύο σειρές γομφίων στην άνω σιαγόνα. Το χρώμα τους… … Dictionary of Greek
ακροβύθιος — ἀκροβύθιος, ιον (Α) αναφέρεται στον βυθό που έχει πολλούς υφάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + βυθός] … Dictionary of Greek
αλεώριο — το Ναυτ. χαρακτηριστικό σημάδι σε επικίνδυνα αβαθή μέρη ή υφάλους. Ο όρος δεν χρησιμοποιείται πια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀλεωρή* «αποφυγή, μέσον αποφυγής». Απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. balise] … Dictionary of Greek
δασκαλειό — I Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 69 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στις ανατολικές ακτές του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Άποψη του οικισμού Δασκαλειό στην Αττική. II Τοπωνύμια της ελλαδικής … Dictionary of Greek
επίσημα — το (Α ἐπίσημα και δωρ. τ. ἐπίσαμα) [σήμα] νεοελλ. 1. σφραγίδα πάνω σε χαρτόσημο, η οποία αλλάζει την αξία του 2. σήμα, σφράγισμα πάνω σε χρυσά ή ασημένια αντικείμενα, για να διαπιστώνεται η γνησιότητα και η περιεκτικότητά τους σε χρυσό ή άργυρο 3 … Dictionary of Greek
ιθυντήριος — α, ο (Α ἰθυντήριος, ον, θηλ. και ἰθυντηρία) αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο κατευθυντήριος νεοελλ. ναυτ. φρ. «ιθυντήρια σημεία» σημεία στην ξηρά, κοντά στην παραλία, που δίνουν τη δυνατότητα στον πλοίαρχο να κατευθύνει το πλοίο με ασφάλεια… … Dictionary of Greek
μαδρεπόρες — οι, και μαδρεποράρια ή μαδρεπόρια, τα (ζωολ. παλαιοζωολ.) υπόταξη τών σκληρακτινίων που σχηματίζουν ασβεστολιθικές αποικίες, οι οποίες μπορεί να αποτελέσουν υφάλους που καταλαμβάνουν μεγάλες υποθαλάσσιες εκτάσεις … Dictionary of Greek
τρόμβος — ο, ΝΜΑ 1. (γενικά) κάθε σχετικά βαρύ σφαιρικό ή κυλινδρικό σώμα που στρέφεται γύρω από τον άξονά του και, κυρίως, η σβούρα 2. το συνεστραμμένο, σπειροειδές άνω άκρο τού οστράκου τών σαλιγκαριών, αλλ. κόγχη νεοελλ. 1. ζωολ. γένος θαλάσσιων… … Dictionary of Greek
υφαλοβριθής — ές, Ν (για θαλάσσια περιοχή) γεμάτος υφάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύφαλος + βριθής (< βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. κοσμο βριθής] … Dictionary of Greek